κόμπου

κόμπου
κόμπος
din
masc gen sg
κομπόω
pres imperat act 2nd sg
κομπόω
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • αραπόκομπος — ο είδος ναυτικού κυρίως κόμπου στο άκρο σχοινιού …   Dictionary of Greek

  • δηκτή — η ναυτ. είδος κόμπου που χρησιμοποιείται για να στερεώνεται σκοινί, οποιοδήποτε αντικείμενο ή για να ανυψώνονται ελαφρά βάρη …   Dictionary of Greek

  • ελιγμός — ο (Α ἑλιγμός) 1. στροφή, στρίψιμο 2. περιστροφική κίνηση νεοελλ. 1. κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος για την επίτευξη τακτικού σκοπού 2. έμμεση προσέγγιση ορισμένου σκοπού με περιστροφές αρχ. 1. συστροφή οργάνων 2. δέσιμο κόμπου …   Dictionary of Greek

  • καρυόκομβος — και καρυδόκομπος, ο και καρυδάκι, το είδος ναυτικού κόμπου στην άκρη τών σχοινιών για να αποφεύγεται το ξέφτισμά τους …   Dictionary of Greek

  • λαμιναρία — (Laminaria). Γένος φυτών της οικογένειας των λαμιναριιδών. Έχουν μεγάλο, φυλλοειδή και έμμισχο θαλλό που καταλήγει σε θύσανο με ισχυρές ρίζες. Οι λ. είναι πλούσιες σε υδρογονάνθρακες, λαμιναρίνη και μανίτη. Πολλά είδη της λ. απαντούν στον Αρκτικό …   Dictionary of Greek

  • λυκόδεσμος — ο είδος ναυτικού κόμπου, θηλειάς που σχηματίζεται στο μέσον τού σχοινιού και μέσα στην οποία περνιέται σύσπαστο ή μοχλός ή ξύλινος κυλινδρικός πάσσαλος για να τεντώνεται το σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • μετζαβόλτα — η κοινή ονομασία τού ναυτικού κόμπου που είναι γνωστός και ως ημίδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτζο* «μισό» + βόλτα «στροφή»] …   Dictionary of Greek

  • ξαρτόδεμα — το ναυτ. κοινή ονομασία τού επιτονοδέσμου, ναυτικού κόμπου για τη σύνδεση τών άκρων τών σχοίνινων παρατόνων ή άλλων ναυτικών σχοινιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξάρτι + δέμα (< δένω), πρβλ. κομπό δεμα] …   Dictionary of Greek

  • ονόκομβος — ο ναυτ. είδος απλού κόμπου που χρησιμεύει στην πρόχειρη συνένωση σχοινιών, κν. γαϊδουρόκομπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κόμβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”